- χολιάζω
- Ν [χόλος / χολή]1. (μτβ.) κάνω κάποιον να θυμώσει ή να πικραθεί πολύ2. (αμτβ.) οργίζομαι, θυμώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χολιάζω — χολιάζω, χόλιασα, χολιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χολιάζω — και χολιώ και χολιάω χόλιασα, χολιασμένος 1. χολώνομαι εναντίον κάποιου, θυμώνω, κακιώνω: Χόλιασε μαζί μου και δε μου μιλάει. 2. πικραίνω, εξοργίζω κάποιον: Με χόλιασαν τα λόγια σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφιχολούμαι — ἀμφιχολοῡμαι ( έομαι) (Α) χολιάζω, οργίζομαι πολύ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χολοῦμαι] … Dictionary of Greek
αχόλιαγος — και αστος, η, ο [χολιάζω] 1. αυτός που δεν έχει χολιάσει, που δεν έχει οργιστεί 2. αυτός που δεν θυμώνει συχνά, πράος … Dictionary of Greek
μελανιάζω — 1. κάνω κάτι ή κάποιον μαύρο ή μελανωπό («τόν μελάνιασε στο ξύλο») 2. γίνομαι μαύρος ή μελανωπός («μελάνιασα από το κρύο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελανιώ κατά τα ρήματα σε άζω (πρβλ. δειλιῶ: δειλιάζω, χολιώ: χολιάζω)] … Dictionary of Greek
μηνιάζω — (I) μηνιάζω (Μ) βλ. μηναιάζω. (II) μηνιάζω (Α) μηνιώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνιῶ, κατά τα ρήματα σε άζω (πρβλ. χολιῶ: χολιάζω, δειλιῶ: δειλιάζω] … Dictionary of Greek
μουλλώνω — και μουλ(λ)ώχνω (Μ μουλ[λ]ώνω και μουλλών[ν]ω) 1. στέκομαι ακίνητος και σιωπηλός, παραμένω άφωνος, σωπαίνω («κι εμούλλωσε την κεφαλήν και το κορμί απορρίχνει», Ερωτόκρ.) 2. κρύβω, αποσιωπώ 3. ζαρώνω από φόβο, προσπαθώ να κρυφτώ από, φόβο, λουφάζω … Dictionary of Greek
ξεχολιάζω — παύω να είμαι χολιασμένος, αποβάλλω τον θυμό μου, ξεθυμώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χολιάζω] … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
χολιαστικός — ή, ό, Ν [χολιάζω] αυτός που γίνεται με χόλιασμα ή αυτός που προέρχεται από χόλιασμα … Dictionary of Greek